-
1 ὀρθρόθεν
-
2 ὀρθρόθεν
См. также в других словарях:
ορθρόθεν — ὀρθρόθεν (Μ) επίρρ. από το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. χειμωνό θεν)] … Dictionary of Greek
1 ὀρθρόθεν
2 ὀρθρόθεν
ορθρόθεν — ὀρθρόθεν (Μ) επίρρ. από το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. χειμωνό θεν)] … Dictionary of Greek