-
1 ὀρθό-πρυμνος
ὀρθό-πρυμνος, mit gradem, emporgerichtetem Hintertheile, Hesych.
-
2 ὀρθό-πτωτον
ὀρθό-πτωτον, τό, der grade Fall, Nominativ, Schol. Aesch. Pers. 135.
-
3 ὀρθό-πτερος
ὀρθό-πτερος, mit grade emporstehenden Flügeln? Bei Soph. mit einer hohen Säulenreihe, frg. 31, in Phot. lex.
-
4 ὀρθό-παγος
ὀρθό-παγος, = Vorigem, bei Plut. Sull. 17 Name eines Hügels.
-
5 ὀρθό-πνοια
ὀρθό-πνοια, ἡ, das grade, aufrechte Athmen, eine Art Engbrüstigkeit, bei der man nur grade sitzend oder stehend athmen kann, Hippocr.
-
6 ὀρθό-πνοος
ὀρθό-πνοος, zsgzn - πνους, = Vorigem, Hippocr.
-
7 ὀρθό-πους
-
8 ὀρθό-πολις
ὀρθό-πολις, Städte aufrecht erhaltend, lenkend, Pind. Ol. 2, 8.
-
9 ὀρθό-πλοος
ὀρθό-πλοος, zsgzn - πλους, gradaus-, glücklich schiffend, gute Schifffahrt habend, übertr., guten Fortgang habend, glücklich, βίος, Hippodam. bei Stob. fl. 103, 26 M.
-
10 ὀρθό-πῡγος
ὀρθό-πῡγος, mit grade emporgerichtetem Steiß (?).
-
11 ὀρθό-στρωτος
ὀρθό-στρωτος, τοῖχος, ὁ, eine grade, mit Marmor überlegte Wand, Hierocl. bei Stob. Floril. 67, 24.
-
12 ὀρθό-στασις
ὀρθό-στασις, ἡ, der grade Stand (?).
-
13 ὀρθό-τιτθος
ὀρθό-τιτθος, mit graden, stehenden Brüsten, Sp.
-
14 ὀρθό-τονος
ὀρθό-τονος, mit dem graden, vollen Accent gesprochen oder geschrieben, im Ggstz der Inclinirung des Tones, Gramm.
-
15 ὀρθό-φρων
ὀρθό-φρων, mit gradem Sinne oder gespannter Seele, Soph. frg. 923, Phot. erkl. ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν.
-
16 ὀρθό-κραιρος
ὀρθό-κραιρος, mit graden Hörnern; die Rinder, Il. 8, 231. 18, 573 Od. 12, 348; auch Beiwort der Schiffe, mit grade emporstehenden Schnäbeln, mit emporgeschweiftem Vorder- und Hintertheile, Il. 18, 3. 19, 344 (Hom. nur im gen. fem. ὀρϑοκραιράων).
-
17 ὀρθό-κρανος
ὀρθό-κρανος, mit grade emporragendem Haupte, τύμβος, ein erhöhter Grabhügel, Soph. Ant. 1188, der Schol. erkl. einfach ὑψηλός.
-
18 ὀρθό-κυλλος
ὀρθό-κυλλος, mit steifgewordenen krummen Gliedern, die nicht wieder grade werden, contract, Sp., vielleicht nur v. l. für das Folgde.
-
19 ὀρθό-γωνος
ὀρθό-γωνος, dasselbe (?).
-
20 ὀρθό-κωλος
ὀρθό-κωλος, mit graden, steifgewordenen Gliedern, die nicht mehr gekrümmt werden können, Medic.
См. также в других словарях:
ορθο- — (II) χημ. α) πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ανόργανη και στην οργανική χημεία για να χαρακτηρίσει τα οξέα με κανονικό βαθμό ενυδάτωσης (α. «ορθομυρμηκικό οξύ» β. «ορθοφωσφορικό οξύ») β) πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία στην… … Dictionary of Greek
ορθό — το ανατ. βλ. ορθός … Dictionary of Greek
πυροκατεχίνη ή ορθο-διοξυβενζόλιο — Ισομερές της ρεσορκίνης (μετα διοξυβενζόλιο) και της υδροκινόνης (παρα διοξυβενζόλιο). Ανακαλύφθηκε από τον Ράινς το 1839 κατά την ξηρά απόσταξη της κατεχίνης και παρασκευάζεται βιομηχανικά με αλκαλική τήξη της ορθο χλωροφαινόλης ή του… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] … Dictionary of Greek