-
1 ὀρθο-τενής
ὀρθο-τενής, ές, grade gestreckt, Opp. Cyn. 1, 189. 407.
-
2 ὀρθοτενής
ὀρθο-τενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοτενής
-
3 ὀρθοτενής
ὀρθο-τενής, ές, gerade gestreckt
См. также в других словарях:
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek