-
1 ὀρθο-στάδην
ὀρθο-στάδην, gradestehend, aufrecht; Aesch. Prom. 32; Luc. gymnas. 3 Conviv. 13; καϑεύδειν, Ael. H. A. 4, 31.
-
2 ὀρθοστάδην
A standing upright, A.Pr.32, Luc.Anach.3, etc.; of invalids not obliged to keep their bed, Hp.Epid.1.1,5 ; ὀ. καθεύδειν, of elephants, Ael.NA4.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοστάδην
-
3 ὀρθοστάδην
ὀρθο-στάδην, geradestehend, aufrecht
См. также в других словарях:
ισοστάδην — ἰσοστάδην (Α) επίρρ. με ίση δύναμη, με ίση αντίσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στάδην «σε όρθια στάση» (< ἵστημι), πρβλ. ορθο στάδην, συ στάδην] … Dictionary of Greek
χοροστάδην — Μ επίρρ. σε σχήμα χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάδην «σε όρθια στάση» (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. όρθο στάδην] … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek