Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀρθο-έπεια

См. также в других словарях:

  • κακοέπεια — κακοέπεια, ἡ (Α) ο κακός τρόπος έκφρασης, το κακό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια, ψευδο έπεια] …   Dictionary of Greek

  • πλατυέπεια — η, NM καυχησιολογία, μεγαλορρυμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»