-
1 ορθοέπειαν
-
2 ὀρθοέπειαν
См. также в других словарях:
ὀρθοέπειαν — ὀρθοέπεια correctness of diction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ορθοέπειαν
2 ὀρθοέπειαν
ὀρθοέπειαν — ὀρθοέπεια correctness of diction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)