Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀρθοσύνη

См. также в других словарях:

  • ορθοσύνη — ὀρθοσύνη, ἡ (Α) [ορθός] ευθύτητα, ορθότητα …   Dictionary of Greek

  • ὀρθοσύνηι — ὀρθοσύνῃ , ὀρθοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»