Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀρθοστάτης

См. также в других словарях:

  • ὀρθοστάτης — upright shaft masc nom sg ὀρθοστατέω stand upright imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθοστάτης — ο (Α ὀρθοστάτης) κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος νεοελλ. (παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης αρχ. 1. κίονας, στύλος 2. επιτύμβιο μνημείο με… …   Dictionary of Greek

  • ὀρθοστάται — ὀρθοστάτης upright shaft masc nom/voc pl ὀρθοστάτᾱͅ , ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστατῶν — ὀρθοστάτης upright shaft masc gen pl ὀρθοστατέω stand upright pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάταις — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάτῃ — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάτας — ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc acc pl ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Glossary of architecture — This page is a glossary of architecture. Contents: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z …   Wikipedia

  • ικριωτήρ — ἰκριωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ικριώ] 1. ορθοστάτης που υποστηρίζει στοά ή υπερώο 2. στον πληθ. oἱ ἰκριωτῆρες α) το πάτωμα τού καταστρώματος πλοίου β) τα ικριώματα* …   Dictionary of Greek

  • μπαμπάς — (I) ο 1. πατέρας 2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, τής οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση τού σκάφους 3. αρχιτ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική… …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»