-
1 Erect
v. trans.Raise: P. and V. ὀρθοῦν (rare P.).Build: Ar. and P. οἰκοδομεῖν, P. κατασκευάζειν, V. τεύχειν.Found: P. and V. κτίζειν.——————adj.Standing erect, adv.: V. ὀρθοστάδην.Sit erect: V. σταδαῖος ἧσθαι (Æsch., Theb. 513).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Erect
-
2 Erectly
adv.V. ὀρθοστάδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Erectly
-
3 Standing
adj.Stagnant: P. στάσιμος (Xen.).Standing army: P. δύναμις συνεστηκυῖα (Dem. 92).Standing upright: use adj., P. and V. ὀρθός. V. ὄρθιος, or adv., V. ὀρθοστάδην.——————subs.Of long standing: use adj., P. and V. χρόνιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Standing
-
4 Uprightly
adv.Erectly: V. ὀρθοστάδην, or use adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Uprightly
См. также в других словарях:
ορθοστάδην — ὀρθοστάδην (ΑΜ) επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.) αρχ. (για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδην* «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισο στάδην)] … Dictionary of Greek
ὀρθοστάδην — standing upright indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοσταδόν — ὀρθοσταδόν (Α) επίρρ. ορθοστάδην*, σε όρθια στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σταδόν (< θ. στα τού ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα σταδόν, απο σταδόν] … Dictionary of Greek
παγκράτιο — I Είδος αγωνίσματος των αρχαίων Ελλήνων, που συνδύαζε την πάλη και την πυγμαχία. Ήταν ένα άγριο, επικίνδυνο αγώνισμα, όπου επιτρεπόταν σχεδόν κάθε μέθοδος για να νικήσει κάποιος τον αντίπαλο. Ο Παυσανίας αναφέρει και τον ίδιο τον θάνατο. Οι… … Dictionary of Greek