-
1 ὀρθοστάδην
ὀρθο-στάδην, geradestehend, aufrecht -
2 ὀρθο-σταδόν
ὀρθο-σταδόν, = ὀρϑοστάδην, Ap. Rh. 4, 1426.
См. также в других словарях:
ορθοστάδην — ὀρθοστάδην (ΑΜ) επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.) αρχ. (για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδην* «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισο στάδην)] … Dictionary of Greek
ὀρθοστάδην — standing upright indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοσταδόν — ὀρθοσταδόν (Α) επίρρ. ορθοστάδην*, σε όρθια στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σταδόν (< θ. στα τού ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα σταδόν, απο σταδόν] … Dictionary of Greek
παγκράτιο — I Είδος αγωνίσματος των αρχαίων Ελλήνων, που συνδύαζε την πάλη και την πυγμαχία. Ήταν ένα άγριο, επικίνδυνο αγώνισμα, όπου επιτρεπόταν σχεδόν κάθε μέθοδος για να νικήσει κάποιος τον αντίπαλο. Ο Παυσανίας αναφέρει και τον ίδιο τον θάνατο. Οι… … Dictionary of Greek