-
1 ορθοεπείας
ὀρθοεπείᾱς, ὀρθοέπειαcorrectness of diction: fem acc plὀρθοεπείᾱς, ὀρθοέπειαcorrectness of diction: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ὀρθοεπείας
ὀρθοεπείᾱς, ὀρθοέπειαcorrectness of diction: fem acc plὀρθοεπείᾱς, ὀρθοέπειαcorrectness of diction: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὀρθοεπείας — ὀρθοεπείᾱς , ὀρθοέπεια correctness of diction fem acc pl ὀρθοεπείᾱς , ὀρθοέπεια correctness of diction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττικισμός — ο (AM ἀττικισμός) [αττικίζω] τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας αρχ. σύμπραξη με τους Αθηναίους … Dictionary of Greek