Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀρθοεπείας

См. также в других словарях:

  • ὀρθοεπείας — ὀρθοεπείᾱς , ὀρθοέπεια correctness of diction fem acc pl ὀρθοεπείᾱς , ὀρθοέπεια correctness of diction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττικισμός — ο (AM ἀττικισμός) [αττικίζω] τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας αρχ. σύμπραξη με τους Αθηναίους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»