-
1 ορθοδικαιος
-
2 ὀρθοδίκαιος
ὀρθο-δίκαιος, nach strengem Rechte, streng gerecht -
3 ορθοδικας
-
4 εὐθυδίκαι
εὐθῠ-δίκαι [ῐ], in pl.,A = εὐθύδικοι, of the Eumenides, A.Eu. 312 (lyr., s. v. l., -δίκαιοι Herm.
; cf. ὀρθοδίκαιος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυδίκαι
См. также в других словарях:
ορθοδίκαιος — ὀρθοδίκαιος, ον (Α) αυτός που δικάζει ορθά, δίκαια, αυτός με τον οποίο στηρίζεται το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δίκαιος] … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek