-
1 ορειχαλκος
ὅ1) желтая медная руда Plat.2) желтая медьἄνθεμ΄ ὀρειχάλκου HH. — украшение из желтой меди
3) pl. статуи из желтой меди Arst. -
2 ορείχαλκος
ο1) бронза; 2) латунь -
3 ορείχαλκος
[орихалкос] ουσ α бронза.
См. также в других словарях:
ὀρείχαλκος — orichalcum masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — ο μεταλλικό κράμα χαλκού και κασσίτερου, αλλ. μπρούντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορειχαλκώνω — [ορείχαλκος] επιστρώνω επιφάνεια με ορείχαλκο … Dictionary of Greek
ὀρειχάλκοιο — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκου — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκους — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκῳ — ὀρείχαλκος orichalcum masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκοι — ὀρείχαλκος orichalcum masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκον — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek