-
1 ὀρεσσί-χυτος
ὀρεσσί-χυτος, poet, = ὀρεσίχυτος, Nonn. D. 20, 337.
См. также в других словарях:
ορεσσίχυτος — ὀρεσσίχυτος, ον (Α) αυτός που χύνεται από τα όρη («ὀρεσσιχύτου ποταμοῑο», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. χαλκό χυτος] … Dictionary of Greek