-
1 ὀρεοκόμος
ὀρεο-κόμος, Maultiere wartend, besorgend; ὁ ὀρ., der Maultierwärter, -treiber -
2 ὀρεω-κόμος
ὀρεω-κόμος, ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für ὀρεοκόμος.
См. также в других словарях:
ορεοκόμος — ὀρεοκόμος, ὁ (Α) βλ. ὀρεωκόμος … Dictionary of Greek
ὀρεοκόμος — ὀρεωκόμος muleteer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεοκόμων — ὀρεοκόμος masc gen pl ὀρεωκόμος muleteer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεοκόμῳ — ὀρεοκόμος masc dat sg ὀρεωκόμος muleteer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεωκόμος — ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α) αυτός που εκτρέφει ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος… … Dictionary of Greek