-
1 ὀρει-φοίτης
ὀρει-φοίτης, ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.
-
2 ὀρείφοιτος,
ὀρεί-φοιτος, u. ὀρει-φοίτης, ὁ, Gebirge durchschweifend -
3 ὀρειφοίτης
ὀρεί-φοιτος, u. ὀρει-φοίτης, ὁ, Gebirge durchschweifend
См. также в других словарях:
Λιβυφοίτης — Λιβυφοίτης, ὁ (Α) αυτός που επισκέπτεται συχνά τη Λιβύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + φοίτης (< φοιτῶ), πρβλ. ορει φοίτης, ουρανο φοίτης)] … Dictionary of Greek
ορθριοφοίτης — ὀρθριοφοίτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που συχνάζει κάπου κατά τον όρθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθριος + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ορει φοίτης] … Dictionary of Greek
ουρανοφοίτης — οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορει φοίτης] … Dictionary of Greek
ορειφοίτης — ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ.… … Dictionary of Greek