Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀρει-φοίτης

См. также в других словарях:

  • Λιβυφοίτης — Λιβυφοίτης, ὁ (Α) αυτός που επισκέπτεται συχνά τη Λιβύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + φοίτης (< φοιτῶ), πρβλ. ορει φοίτης, ουρανο φοίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ορθριοφοίτης — ὀρθριοφοίτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που συχνάζει κάπου κατά τον όρθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθριος + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. ορει φοίτης] …   Dictionary of Greek

  • ουρανοφοίτης — οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορει φοίτης] …   Dictionary of Greek

  • ορειφοίτης — ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»