-
1 ορείχαλκος
-
2 ὀρείχαλκος
-
3 ὀρείχαλκος
ὀρεί-χαλκος, ὁ, Lat.A orichalcum (which by a false etym. was freq. written aurichalcum), mountain-copper, i.e. yellow copper ore, copper or brass made from it, h.Hom.6.9, Hes.Sc. 122, Stesich.88, Ibyc. Oxy.1790.42, B.Fr.68 Bgk., Pl.Criti. 114e, Arist.APo. 92b22, Mir. 834b25, Philostr.VA2.7,20; a mirror of it, Call.Lav.Pall.19 ; described by Theopomp. Hist. 109 as a mixture of ψευδάργυρος and χαλκός.II as Adj., = foreg., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρείχαλκος
-
4 ορειχάλκοιο
-
5 ὀρειχάλκοιο
-
6 ορειχάλκου
-
7 ὀρειχάλκου
-
8 ορειχάλκους
-
9 ὀρειχάλκους
-
10 ορειχάλκω
-
11 ὀρειχάλκῳ
-
12 ορειχάλκωι
-
13 ὀρειχάλκωι
-
14 ορείχαλκοι
-
15 ὀρείχαλκοι
-
16 ορείχαλκον
-
17 ὀρείχαλκον
-
18 σταγών
A drop, κροκοβαφὴς ς., of blood, A.Ag. 1122 (lyr.), cf. Ch. 400 (anap.); , cf. E.Ba. 767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.);σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8
; δίψιοι ς., of tears, A.Ch. 186, cf. Ag. 888; οἴνου χλωραὶ ς. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία ς., of wine, Ephipp.29;τῆς.. ἀπὸ Λέσβου.. σταγόνος Antiph.174.5
;σ. σπονδῖτις AP6.190
(Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.);σ. πίσσης Str.16.2.44
; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; with dew-drops,IG
14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626). -
19 φαεινός
φᾰεινός, ή, όν (so always in [dialect] Ep.), [dialect] Aeol., Trag. (even in dialogue, E.Ph.84, al.) and Lyr. [full] φᾰεννός, [dialect] Att. [full] φᾱνός (q.v.):—poet. Adj.,A shining, radiant,πῦρ Il.5.215
;σελήνη 8.555
;Ἠώς Od.4.188
;ὄσσε Il.13.3
;χαλκός 12.151
;κασσίτερος 23.561
; ὀρείχαλκος, χρυσός, Hes.Sc. 122, 142;κρητήρ Il.3.247
, al.;δόρυ 4.496
; ἀσπίς, σάκος, 3.357, 8.272;πήληξ 13.805
; ; ;μάστιξ Il.10.500
;θύραι Od.6.19
; of bright colours,ζωστὴρ φοίνικι φαεινός Il.6.219
, cf. 15.538; φ. πεπλος, ta/phs, 5.315, 10.156;φ. πλόκαμοι
bright, glossy,14.176
; εἶδος, of the stars, Sapph.3.2;ἄστρον Pi.O.1.6
, cf. E.Cyc. 353, al.; ἔρεβος ὦ φαεννότατον ὡς ἐμοί darkness bright as the day to me, S.Aj. 395 (lyr.); of the Dawn, AP5.227 (Paul. Sil.).2 of the voice, clear, distinct, far-sounding, Pi.P.4.283.3 splendid, brilliant, ἀρεταί, θυσίαι, Id.N.7.51, I.5(4).30;κρηπὶς ἐλευθερίας Id.Fr.77
.—Very rare in Prose, ἐν τοῖς φαεινοῖς χρόνοις, of clear nights, Aen.Tact.25.2; Φάεννος is pr. n. at Rhodes, Chron.Lind. B.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαεινός
-
20 ὀρίχαλκος
A v. ὀρείχαλκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρίχαλκος
См. также в других словарях:
ὀρείχαλκος — orichalcum masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — ο μεταλλικό κράμα χαλκού και κασσίτερου, αλλ. μπρούντζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορειχαλκώνω — [ορείχαλκος] επιστρώνω επιφάνεια με ορείχαλκο … Dictionary of Greek
ὀρειχάλκοιο — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκου — ὀρείχαλκος orichalcum masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκους — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειχάλκῳ — ὀρείχαλκος orichalcum masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκοι — ὀρείχαλκος orichalcum masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείχαλκον — ὀρείχαλκος orichalcum masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek