Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀργῶ

См. также в других словарях:

  • οργώ — (Α ὀργῶ, άω) [οργή] (για ανθώπους και ζώα) έχω έντονη επιθυμία για συνουσία νεοελλ. 1. βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης 2. επιδίδομαι με μεγάλο ζήλο σε κάτι («ἐπ ἔργον ἡ χεὶρ ἂν ὀργὰ κι ἡ ψυχή», Βιζυην.) αρχ. 1. (για το έδαφος)… …   Dictionary of Greek

  • ὀργῶ — ὀργάω to be getting ready to bear pres imperat mp 2nd sg ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὀργάω to be getting ready to bear pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • κατοργώ — κατοργῶ, άω (Α) 1. είμαι γεμάτος οργασμό, ζωηρότητα 2. χάνω την ακμή μου 3. (κατά Φώτ.) «ὀργᾱν τὸ ἐπείγεσθαι καὶ κατοργᾶν τὸ κατεπείγειν» οργώ σημαίνει σπεύδω και κατοργώ επισπεύδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀργῶ «είμαι εύφορος, ζωηρός»] …   Dictionary of Greek

  • αγγρίζω — (Μ ἀγγρίζω) ερεθίζω, ενοχλώ νεοελλ. 1. (για πληγή) ερεθίζω με ξύσιμο, αφορμίζω 2. (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού, οργώ προς συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρίζω, με ανάπτυξη ερρίνου. ΠΑΡ. ἀγγρισμός νεοελλ. άγγριση, άγγρισμα] …   Dictionary of Greek

  • αναθυώ — ἀναθυῶ ( άω) (Α) οργώ εκ νέου για συνουσία, επιδιώκω πάλι γενετήσια επαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυῶ] …   Dictionary of Greek

  • εξοργώ — ἐξοργῶ, άω (Α) έχω ασυγκράτητη επιθυμία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οργώ (< οργή)] …   Dictionary of Greek

  • νέοργος — νέοργος, ον (Α) (για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ὀργῷ* «είμαι γεμάτος ζωή, γόνιμος» (πρβλ. βαρύ οργος)] …   Dictionary of Greek

  • οργάς — ὀργάς, άδος, ἡ (ΑΜ) μσν. (για γυναίκα) αυτή που βρίσκεται σε ηλικία γάμου αρχ. (ενν. γη) 1. γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός 2. καρποφόρο κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποια θεότητα («ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • οργασμός — (Ιατρ.). Φυσική γενετήσια ορμή. Ο ο. θεωρείται φυσιολογικός, εφόσον εκδηλώνεται σε λογικά όρια. Ο υπερβολικός ο. στους άντρες αποκαλείται πριαπισμός ή σατυρίαση και οφείλεται στην υπερλειτουργία των αδένων της που συντονίζουν τη γενετήσια… …   Dictionary of Greek

  • οργητής — ὀργητής, ὁ (Α) [οργώ] οργίλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»