Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀργιοφάντης

См. также в других словарях:

  • οργιοφάντης — ὀργιοφάντης, ὁ (Α) αυτός που μυεί τους άλλους στα όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργια + φάντης (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιερο φάντης] …   Dictionary of Greek

  • ὀργιοφάντης — priest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιοφάνται — ὀργιοφάντης priest masc nom/voc pl ὀργιοφάντᾱͅ , ὀργιοφάντης priest masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιοφάνταις — ὀργιοφάντης priest masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιοφάντας — ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc acc pl ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσιφάντης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ἱερο φάντης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»