-
1 οργιοφάντης
-
2 ὀργιοφάντης
-
3 ὀργιοφάντης
A priest, one who initiates others into orgies, AP9.688, Orph.H.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀργιοφάντης
-
4 οργιοφάνται
ὀργιοφάντηςpriest: masc nom /voc plὀργιοφάντᾱͅ, ὀργιοφάντηςpriest: masc dat sg (doric aeolic) -
5 ὀργιοφάνται
ὀργιοφάντηςpriest: masc nom /voc plὀργιοφάντᾱͅ, ὀργιοφάντηςpriest: masc dat sg (doric aeolic) -
6 οργιοφάντας
ὀργιοφάντᾱς, ὀργιοφάντηςpriest: masc acc plὀργιοφάντᾱς, ὀργιοφάντηςpriest: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 ὀργιοφάντας
ὀργιοφάντᾱς, ὀργιοφάντηςpriest: masc acc plὀργιοφάντᾱς, ὀργιοφάντηςpriest: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 οργιοφάνταις
-
9 ὀργιοφάνταις
-
10 περιώσιος
περιώσιος, ον,A immense, countless,χρήματα Sol.24.7
; μήδεα Lyr.Adesp. in TGFp.xx ;φῦλα A.R.2.394
;ἔργον AP9.197
(Marin.); ὀργιοφάντης ib.688 ;θεάτρου κύκλος Epigr.Gr.1050
([place name] Ephesus).2 = περισσός, unusual, rare, περιώσια εἰδώς, of Pythagoras, Emp.129.1 ;ἄγρη Opp.C.4.354
.2 c. gen., περιώσιον ἄλλων far beyond the rest, h.Cer. 362, Pi.I.5(4).3, A.R.1.466.—Regul. Adv. - ίως only in Hsch. ; cf. περώσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιώσιος
-
11 τελεσιφάντης
A = ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεσιφάντης
См. также в других словарях:
οργιοφάντης — ὀργιοφάντης, ὁ (Α) αυτός που μυεί τους άλλους στα όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργια + φάντης (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ιερο φάντης] … Dictionary of Greek
ὀργιοφάντης — priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιοφάνται — ὀργιοφάντης priest masc nom/voc pl ὀργιοφάντᾱͅ , ὀργιοφάντης priest masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιοφάνταις — ὀργιοφάντης priest masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιοφάντας — ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc acc pl ὀργιοφάντᾱς , ὀργιοφάντης priest masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσιφάντης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ἱερο φάντης] … Dictionary of Greek