-
1 οργιαζω
1) справлять оргии, совершать мистерии, священнодействовать(Βάκχαις θέμις ὀ. Eur.; τῷ θεῷ Plut.; med. τοῖς δαίμοσιν Plat.)
2) культ. справлять, совершать(ὄργια, τελετήν Plat.; θυσίας Plut.)
3) культ. посвящать, воздвигать(ἱδρύματα θεῶν ὀργιαζόμενα Plat.)
4) культ. чтить, славить(θεὸν ὀργιασμοῖς Plut.)
5) посвящать в мистерии, вводить в число посвященных(τινά Luc.)
-
2 οργιάζω
αμετ.1) устраивать оргии; предаваться разврату; 2) неистовствовать; свирепствовать; зверствовать -
3 οργιάζω
[оргиазо] р. устраивать оргию.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οργιάζω
-
4 οργιάζω
[оргиазо] ρ устраивать оргию. -
5 εξοργιαζω
-
6 εποργιαζω
справлять праздник, праздноватьΚρήτη, ὅπου πόλεσσιν Ἔρως ἐποργιάζει Anacr. — Крит, в городах которого справляет свое торжество Эрот
-
7 κατοργιαζω
посвящать в оргиастические мистерии(πόλιν τινὰ ἱλασμοῖς Plut.; εἷς τῶν κατωργιασμένων Luc.)
-
8 συνοργιαζω
См. также в других словарях:
ὀργιάζω — celebrate pres subj act 1st sg ὀργιάζω celebrate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργιάζω — οργιάζω, οργίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οργιάζω — (Α ὀργιάζω) [όργια] νεοελλ. 1. ζω έκλυτο βίο, κάνω ανήθικες πράξεις 2. κάνω παράνομες πράξεις αρχ. 1. τελώ θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», Πλούτ.) 2. τιμώ ή λατρεύω κάποιον με όργια 3. εισάγω κάποιον στη… … Dictionary of Greek
οργιάζω — οργίασα 1. στους αρχαίους, τελώ θρησκευτικά όργια (βλ. λ.). 2. κάνω ακολασίες, ανηθικότητες, όργια: Οργιάζει η συναλλαγή και η παρανομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀργιάζῃ — ὀργιάζω celebrate pres subj mp 2nd sg ὀργιάζω celebrate pres ind mp 2nd sg ὀργιάζω celebrate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιαζομένων — ὀργιάζω celebrate pres part mp fem gen pl ὀργιάζω celebrate pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιαζόντων — ὀργιάζω celebrate pres part act masc/neut gen pl ὀργιάζω celebrate pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιάζει — ὀργιάζω celebrate pres ind mp 2nd sg ὀργιάζω celebrate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιάζομεν — ὀργιάζω celebrate pres ind act 1st pl ὀργιάζω celebrate imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιάζοντα — ὀργιάζω celebrate pres part act neut nom/voc/acc pl ὀργιάζω celebrate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιάζουσι — ὀργιάζω celebrate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀργιάζω celebrate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)