Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀργαστήριον

См. также в других словарях:

  • οργαστήριον — ὀργαστήριον, τὸ (Α) (αντί οργιαστήριον) τόπος τέλεσης οργίων, μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὀργιαστήριον < ὀργιάζω + επίθημα τήριον (πρβλ. θυσιασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • ὀργαστήριον — a place of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργαστηρίῳ — ὀργαστήριον a place of neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐργαστήριον — ἐργαστήριον , ἐργαστήριον any place in which work is done neut nom/voc/acc sg ὀργαστήριον , ὀργαστήριον a place of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»