-
1 οργαστήριον
-
2 ὀργαστήριον
-
3 ὀργαστήριον
ὀργαστήριον, τό, für ὀργιαστήριον, der Ort, wo Orgien gefeiert werden, Nic. Al. 8.
-
4 ὀργαστήριον
ὀργαστήριον, τό, für ὀργιαστήριον, der Ort, wo Orgien gefeiert werden -
5 ὀργαστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀργαστήριον
-
6 τουργαστήριον
ἐργαστήριον, ἐργαστήριονany place in which work is done: neut nom /voc /acc sgὀργαστήριον, ὀργαστήριονa place of: neut nom /voc /acc sg -
7 τοὐργαστήριον
ἐργαστήριον, ἐργαστήριονany place in which work is done: neut nom /voc /acc sgὀργαστήριον, ὀργαστήριονa place of: neut nom /voc /acc sg -
8 οργαστηρίω
-
9 ὀργαστηρίῳ
См. также в других словарях:
οργαστήριον — ὀργαστήριον, τὸ (Α) (αντί οργιαστήριον) τόπος τέλεσης οργίων, μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὀργιαστήριον < ὀργιάζω + επίθημα τήριον (πρβλ. θυσιασ τήριον)] … Dictionary of Greek
ὀργαστήριον — a place of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργαστηρίῳ — ὀργαστήριον a place of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐργαστήριον — ἐργαστήριον , ἐργαστήριον any place in which work is done neut nom/voc/acc sg ὀργαστήριον , ὀργαστήριον a place of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)