-
1 οργανώσω
ὀργανόωto be organized: aor subj act 1st sgὀργανόωto be organized: fut ind act 1st sgὀργανόωto be organized: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 ὀργανώσω
ὀργανόωto be organized: aor subj act 1st sgὀργανόωto be organized: fut ind act 1st sgὀργανόωto be organized: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ὀργανώσω — ὀργανόω to be organized aor subj act 1st sg ὀργανόω to be organized fut ind act 1st sg ὀργανόω to be organized aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργανώνω — οργάνωσα, οργανώθηκα, οργανωμένος 1. τακτοποιώ τα μέρη ενός συστήματος, ώστε τούτο να λειτουργεί κανονικά: Προσπαθώ να οργανώσω την επιχείρηση, την υπηρεσία, το στρατό. 2. μέσ., οργανώνομαι εντάσσομαι σε ομάδα ή οργάνωση: Πολλοί νέοι σήμερα είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)