Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀργανώσω

См. также в других словарях:

  • ὀργανώσω — ὀργανόω to be organized aor subj act 1st sg ὀργανόω to be organized fut ind act 1st sg ὀργανόω to be organized aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργανώνω — οργάνωσα, οργανώθηκα, οργανωμένος 1. τακτοποιώ τα μέρη ενός συστήματος, ώστε τούτο να λειτουργεί κανονικά: Προσπαθώ να οργανώσω την επιχείρηση, την υπηρεσία, το στρατό. 2. μέσ., οργανώνομαι εντάσσομαι σε ομάδα ή οργάνωση: Πολλοί νέοι σήμερα είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»