-
1 κατ-αλλάσσω
κατ-αλλάσσω, 1) verwechseln, vertauschen, austauschen, vom Geldwechseln, Plut. Arat. 18 u. A.; vgl. das Wortspiel bei Matreas in Ath. I, 19 d: διὰ τί τετράδραχμα καταλλάττεται μέν, ὀργίζεται δ' οὔ; – 2) gew. aussöhnen, versöhnen, vermitteln, τινάς, Her. 5, 29. 6, 108; κατήλλαξεν αὐτοὺς πρὸς ἀλλήλους, Arist. Oec. 2, 15; τινί, N. T.; pass. ausgesöhnt werden, sich aussöhnen, ϑεοῖσιν ὡς καταλλαχϑῇ χόλου Soph. Ai. 731, daß er vom Zorne sich aussöhne mit den Göttern; καταλλαχϑεῖσά σοι Eur. I. A. 1157; τὴν ἔχϑρην τοῖσι στασιώτῃσι, die Feindschaft mit ihnen beilegen, Her. 1, 61; καταλλαγεὶς τῷ Κύρῳ Xen. An. 1, 6, 2, wie Plat. Rep. VIII, 566 e. – 3) Med. = act., vertauschen; φόβον πρὸς φόβον Plat. Phaed. 69 a; τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη Arist. Eth. 3, 9. – Auch ἐπ' ἀργυρίῳ κατηλλάξασϑε, verkaufen, Hdn. 2, 13, 12.
-
2 θῡμαίνω
См. также в других словарях:
ὀργίζεται — ὀργίζω make angry pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχολος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και προερχόταν από οικογένεια δημογερόντων. Πολέμησε, ως καπετάνιος, στο Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Νικηταρά σε πολλές μάχες. Αντιμετώπισε τους Αιγυπτίους … Dictionary of Greek
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
αλακάπα — επίρρ. «τό παίρνει αλακά πα», παρεξηγεί, οργίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βενετ. alla capa «αντίστροφα, ανάποδα»] … Dictionary of Greek
ασυνερισιά — η [ασυνέριστος] το να μην οργίζεται κανείς από τις πράξεις ή τα λόγια κάποιου άλλου, ανεκτικότητα … Dictionary of Greek
ευερέθιστος — η, ο (Α εὐερέθιστος, ον) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη») νεοελλ. (για μερικά όργανα τού σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε… … Dictionary of Greek
ευπαρόρμητος — εὐπαρόρμητος, ον (Α) αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ορμώ (πρβλ. α παρ όρμητος)] … Dictionary of Greek
ευόργητος — η, ο (Α εὐόργητος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος») αρχ. 1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον η ευοργησία, η πραότητα. επίρρ … Dictionary of Greek
θύμωσις — θύμωσις, ἡ (ΑΜ) [θυμώ (I)] μσν. ιατρ. έξαρση αρχ. το να οργίζεται κάποιος, το να θυμώνει κάποιος … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek
λυσσάρης — και λυσσιάρης, άρα, ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, άρα, ικο) αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος νεοελλ. 1. αυτός που οργίζεται εύκολα 2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.… … Dictionary of Greek