-
1 ὀρέγομαι
ὀρέγομαι (τινός) 1. тянуться к кому или чему; 2. стремиться к чему, желать -
2 ορέγομαι
-
3 ὀρέγομαι
-
4 ορέγομαι
μετ. страстно желать, стремиться;ορέγομαι μεγαλεία — добиваться положения, славы; — стремиться вкусить славу
-
5 προς-ορέγομαι
προς-ορέγομαι, den. pass., sich wonach ausstrecken, sich einem Orte, einer Person nähern, sie für sich zu gewinnen suchen, ἔτι πλέον προςωρέγοντό οἱ, Her. 7, 6.
-
6 κατ-ορέγομαι
κατ-ορέγομαι, streben wonach, τινός, Simplic.
-
7 ὑπερ-ορέγομαι
ὑπερ-ορέγομαι, pass. u. med., übermäßiges Verlangen wornach haben, τινός, Poll.
-
8 ὀρέγω
ὀρέγω (the act. Hom. et al. ‘reach, stretch out’) in our lit. only mid. ὀρέγομαι (Hom.et al., lit. ‘stretch oneself, reach out one’s hand’) and only fig.: to seek to accomplish a specific goal, aspire to, strive for, desire (also Just., Tat.; Ath., R. 15 p. 66, 33 al.) aor. opt. 3 sg. ὀρεχθείη (Ath., R. 21 p. 74, 29) w. gen. of thing (Thu. 2, 65, 10; X., Mem. 1, 2, 15; Pla., Rep. 6, 485d, Leg. 7, 807c; Polyb. 5, 104, 7; Diod S 4, 40, 5 δόξης ὀρεγόμενος=eager for glory; Plut. Phoc. 17, 1, Sol. 29, 4; Lucian, Bis Accus. 29; Epict. 2, 1, 10; 3, 26, 13. Oft. Philo; Jos., Vi. 70; Just., A I, 12, 5.—B-D-F §171, 1; Rob. 508) ἐπισκοπῆς ὀρ. aspire to the office of supervision/oversight 1 Ti 3:1 (on the combination of ὀρέγομαι and ἐπιθυμέω cp. EpArist 211). κρείττονος long for a better (home) Hb 11:16. ἡ φιλαργυρία ἧς τινες ὀρεγόμενοι 1 Ti 6:10 is a condensed expr.; it is the ἀργύριον rather than the φιλαργυρία that is desired.—DELG. M-M s.v. ὀρέγομαι. TW. Spicq. -
9 ὀρεκτιάω
-
10 ὀρεκτέω
-
11 ὀριγνάομαι
ὀριγνάομαι, = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε ϑηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v. l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηϑῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
-
12 επορεγομαι
1) вытягиваться (вперед), протягиватьсяἐπορεξάμενος ἄκρην οὔτασε χεῖρα Hom. — устремившись вперед, (Диомед) поразил (Афродиту) в верхнюю часть руки
2) перен. тянуться к (чему-л.) большему, желать большего, повышать свои требованияὁ δὲ ἐπορέγεται ὁρέων αὐτοὺς τετραμμένους Her. — (Мелампод) повышает свои требования, видя, что в них (аргивянах) произошла перемена
3) стремиться, устремлятьсяὧν αὐτέ ἥ ψυχέ ἐπορέγεται Plat. — (вещи), к которым душа сама устремляется
4) доставлять или прибавлять -
13 οριγναομαι
(= ὀρέγομαι)1) устремляться, бросаться, нападать(ἔγχεσιν Her.)
2) гоняться, преследоватьὀ. θηρῶν Eur. — охотиться на зверей;
ὀ. ἐκεῖσε διαίτης Plat. — томиться по тамошней жизни -
14 προσορεγομαι
-
15 взалкать
ρ.σ.1. πεινώ πολύ, έχω μεγάλη πείνα.2. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι από επιθυμία, ορέγομαι. -
16 вкус
-а α.1. γεύση•горький вкус πικρή γεύση•
кислый вкус ξυνή γεύση•
органы -а τα όργανα της γεύσης•
приятный вкус ευχάριστη γεύση•
пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.
2. κλίση, τάση•вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.
|| γούστο, αρέσκεια•на мой вкус κατά το γούστο μου•
он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•
у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•
приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•
это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.
3. τρόπος, στυλ•ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.
εκφρ.о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση. -
17 вострить
-рю, -ришь, ρ.δ.μ. (απλ.) τροχίζω, ακονίζω.εκφρ.вострить зубы – τροχίζω τα δόντια (ορέγομαι κάτι). -
18 подмывать
ρ.δ.μ.1. βλ. подмыть.2. συνήθως απρόσ.)επιθυμώ πολύ (να κάνω κάτι), ορέγομαι, μερακλώνομαι.βλ. подмыться. -
19 приспичить
-чит ρ.σ. (απρόσ.)• παλ. ορέγομαι, βουρλίζομαι•-ло ему уехать του ορέχτηκε (κατέβηκε) να φύγει•
что вам -ло? γιατί βιαστήκατε έτσι;.
-
20 разохотить
-охочу, -охотишьρ.σ.μ. ανοίγω πολύ την όρεξη• μερακλώνω.ορέγομαι πιο πολύ• μερακλώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ορέγομαι — και ρέγομαι ορέχτηκα και ρέχτηκα, επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ: Ρέχτηκα να φάω σταφύλι. – Χρόνια την ορέγομαι και τη λαχταρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορέγομαι — ορέγομαι, ορέχτηκα βλ. πίν. 22 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek
ὀρέγομαι — ὀρέγω reach pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχουδεύομαι — ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι 2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι] … Dictionary of Greek
ρέγομαι — Ν ορέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορέγομαι, με σίγηση του αρκτικού ο ] … Dictionary of Greek
ANOREXIE — Étymologiquement, le terme «anorexie» signifie «absence d’appétit », mais on entend en réalité par là le comportement qui consiste à se restreindre en fait de nourriture. C’est un symptôme banal résultant de causes somatiques ou psychologiques… … Encyclopédie Universelle
επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ … Dictionary of Greek
κνηστιώ — κνηστιῶ, άω (Α) 1. κνησιώ* 2. μτφ. ορέγομαι, ποθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνησιῶ* κατά τα εφετικά σε τιῶ] … Dictionary of Greek
λιμουριάζω — (M) 1. πεινώ πολύ, πεθαίνω τής πείνας 2. επιθυμώ κάτι πολύ, ορέγομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιωμ. λ. λιμούρα < λιμός + κατάλ. ούρα (πρβλ. λιγ ούρα, χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
λιξεύω — και λιξεύγω (Μ λιξεύω και λιξεύγω) [λίξης] ορέγομαι, επιθυμώ πολύ, λιχουδεύω … Dictionary of Greek