-
101 φυλακτήρ
A = παννυχίς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτήρ
-
102 ψευστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευστήρ
-
103 ψυκτήρ
A wine-cooler, E.Fr. 726, Pl.Smp. 213e, IG22.1638.62, al., Stratt.59 (anap.), IG7.3498.29 (Orop.), Callix.2, J.AJ11.1.3, App. Mith. 115, Ath.11.502c;ψ. ἀργυροῦς μέγας δίωτος OGI214.56
(Branchidae, iii B. C.);ψυκτῆρά τις προὔπινεν αὐτοῖς Men.510
, cf. Antiph.114, Alex.9.12;ψυκτῆρες γάλακτος Philostr.Im.1.31
, cf. Poll.10.74.II ψυκτῆρες, οἱ, cool shady places for recreation, Nic.Thyat. ap. Ath.11.503c ( ψυκτήρια Casaubon).III ψυκτῆρες, = ταρσοί, Sch.Od.9.219. -
104 ἀγροτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροτήρ
-
105 ἀγυρτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγυρτήρ
-
106 ἀκεστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκεστήρ
-
107 ἀλειπτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλειπτήρ
-
108 ἀλκτήρ
A one who wards off, protector from a thing, c. gen., ἀρῆς, κυνῶν καὶ ἀνδρῶν, Il.18.100, Od.14.531;νούσων Pi.P.3.7
. -
109 ἀμελκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμελκτήρ
-
110 ἀμπυκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπυκτήρ
-
111 ἀμυντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμυντήρ
-
112 ἀνακλιντήρ
A neighbour at dinner,πρῶτος ἦν ἀ. Δαρείου Ps.-Callisth.2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακλιντήρ
-
113 ἀναλυτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλυτήρ
-
114 ἀποδεκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδεκτήρ
-
115 ἀρνειός
ἀρνειός, ὁ,A ram, wether ( = τριετὴς κριός, Hsch.), Il.2.550, al., Ister 53; ἀ. ὄϊς, opp. θῆλυς, Od.10.572,al.; but later,θῆλυς ἀ. A.R. 3.1033
.2 the constellation Aries, Max.72. (Orig. ἀρνηός, cf. ἀρνηάς and [dialect] Att. ἀρνεώς. Deriv. of ἄρσην, as ἀρσν-ηϝ-ό-ς, cf. ἀρνευ-τήρ. No initial ϝ-.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνειός
-
116 ἀρνευτήρ
A tumbler, acrobat, Herod.8.42: metaph. of one falling headlong,ὁ δ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππεσε Il.12.385
, 16.742, Od. 12.413.2 diver, Arat.656, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνευτήρ
-
117 ἁρπακτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπακτήρ
-
118 ἐλεγκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεγκτήρ
-
119 ἐξαυστήρ
A flesh-hook for taking meat out of a pot, A.Fr. 2, Poll.6.88, EM346.56, Hsch.; [ἐξ]αυστήρ IG2.818.27
; ἐξ[αυστήρ] ib.689.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαυστήρ
-
120 ἐπακτήρ
A = ὁ κύνας ἐπάγων, hunter, huntsman,ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτῆρες Od.19.435
;ἄνδρες ἐ. Il.17.135
; later, fisherman, A.R.1.625.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακτήρ
См. также в других словарях:
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
θυμιατή — θυμιατήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ) θυμιατό, θυμιατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμιώ. Αξιοσημείωτη η κατάλ. τήρ, που δηλώνει συνήθως τον δράστη (πρβλ. δo τήρ), ορισμένες φορές όμως και το όργανο (πρβλ. ηθη τήρ)] … Dictionary of Greek
ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη … Dictionary of Greek
ικτήρ — ἱκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ικέτης 2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ» Ζευς προστάτης τών ικετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τηρ (πρβλ. λου τήρ, μηνυ τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… … Dictionary of Greek
κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… … Dictionary of Greek