Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὀπίσθιος

См. также в других словарях:

  • ὀπίσθιος — hinder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀπισθίω — ὀπίσθιος hinder masc/neut nom/voc/acc dual ὀπίσθιος hinder masc/neut gen sg (doric aeolic) ὀπίζω extract juice from aor subj pass 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίων — ὀπίσθιος hinder fem gen pl ὀπίσθιος hinder masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίως — ὀπίσθιος hinder adverbial ὀπίσθιος hinder masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπίσθιον — ὀπίσθιος hinder masc acc sg ὀπίσθιος hinder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίαις — ὀπίσθιος hinder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίην — ὀπίσθιος hinder fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίοις — ὀπίσθιος hinder masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίοισι — ὀπίσθιος hinder masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίου — ὀπίσθιος hinder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»