-
1 ὀπωπή
ὀπωπή, das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσϑαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth.
-
2 ὀπωπή
ὀπωπή, das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσϑαι ὀπωπῆς, ich würde mein Gesicht verlieren -
3 εὔ-φραστος
εὔ-φραστος, leicht zu bemerken, wahrzunehmen, ὀπωπή D. Per. 171; leicht zu verstehen, oder leicht auszusprechen, neben δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον Arist. rhet. 3, 5.
-
4 ἀρτί-τυπος
ἀρτί-τυπος, όπωπή, eben geformt, gebildet, Nonn.
-
5 ἀ-χάρακτος
ἀ-χάρακτος, nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.
-
6 ἐς-ωπή
См. также в других словарях:
οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… … Dictionary of Greek
ὀπωπῇ — ὀπωπή a sight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπή — a sight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπαῖς — ὀπωπή a sight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπαί — ὀπωπή a sight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπᾶς — ὀπωπή a sight fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπῆς — ὀπωπή a sight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπήν — ὀπωπή a sight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδωδή — ὀδωδή, ἡ (Α) οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα τού ὄζω* (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)] … Dictionary of Greek
οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] … Dictionary of Greek
ὀπωπάν — ὀπωπά̱ν , ὀπωπή a sight fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)