-
1 οπταλέος
-
2 ὀπταλέος
-
3 ὀπταλέος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀπταλέος
-
4 ὀπταλέος
A roasted, broiled,κρειῶν πίνακας παρέθηκε.. ὀπταλέων Od.16.50
;ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345
;κρέα.. ὀπταλέα τε καὶ ὠμά Od.12.396
; opp. ἑφθός (boiled), Ath.9.380c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπταλέος
-
5 οπταλέα
ὀπταλέοςroasted: neut nom /voc /acc plὀπταλέᾱ, ὀπταλέοςroasted: fem nom /voc /acc dualὀπταλέᾱ, ὀπταλέοςroasted: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
6 ὀπταλέα
ὀπταλέοςroasted: neut nom /voc /acc plὀπταλέᾱ, ὀπταλέοςroasted: fem nom /voc /acc dualὀπταλέᾱ, ὀπταλέοςroasted: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 οπταλέαις
-
8 ὀπταλέαις
-
9 οπταλέον
-
10 ὀπταλέον
-
11 οπταλέηισιν
-
12 ὀπταλέηισιν
-
13 οπταλέην
-
14 ὀπταλέην
-
15 οπταλέησιν
-
16 ὀπταλέῃσιν
-
17 οπταλέους
-
18 ὀπταλέους
-
19 οπταλέων
-
20 ὀπταλέων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οπταλέος — ὀπταλέος, α, ον (Α) οπτός, ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα αλέος (πρβλ. εφθ αλέος)] … Dictionary of Greek
ὀπταλέος — roasted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέα — ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc pl ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc/acc dual ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέαις — ὀπταλέος roasted fem dat pl ὀπταλέᾱͅς , ὀπταλέος roasted fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέον — ὀπταλέος roasted masc acc sg ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέην — ὀπταλέος roasted fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέους — ὀπταλέος roasted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέων — ὀπταλέος roasted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέῃσιν — ὀπταλέος roasted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek