-
1 ὀπτίλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπτίλος
-
2 οπτίλους
-
3 ὀπτίλους
-
4 οπτίλων
-
5 ὀπτίλων
-
6 οπτίλως
-
7 ὀπτίλως
-
8 κατοπτίλλεταί
A = δοκεῖ μοι, Diusap.Stob.4.21.16; [dialect] Dor. word, cf. ὀπτίλος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοπτίλλεταί
См. также в других словарях:
οπτίλος — ὀπτίλος δωρ. τ. και, δ. γρφ. ὀπτίλλος, ὁ (Α) ο οφθαλμός, το μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όπωπα] … Dictionary of Greek
ὀπτίλους — ὀπτίλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίλων — ὀπτίλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίλως — ὀπτίλος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οπτιλλέτις — Όπτιλλέτις και Όπτιλέτις και Ὀπτιλῑτις, ἡ (Α) προσωνυμία τής Αθηνάς στη Λακεδαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλ(λ)ος «μάτι» + επίθημα έτις (πρβλ. οφειλ έτις). Ο τ. Ὀπτιλῖτις < ὀπτίλος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. πολ ίτις)] … Dictionary of Greek
οπτιλίασις — ὀπτιλίασις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀφθαλμίασις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλος «μάτι» + κατάλ. ίασις, δηλωτική ασθενειών» (βλ. λ. ίαση)] … Dictionary of Greek
okʷ- , (*heĝʷh- ) — okʷ , (*heĝʷh ) English meaning: to see; eye Deutsche Übersetzung: ‘sehen” Note: besides ok , see there Note: Root okʷ : to see; eye derived from Root deik ̂ : to show” : Root dek ̂ 1 : “to take, *offer a sacrifice, observe a … Proto-Indo-European etymological dictionary