-
1 οπτάνομαι
-
2 ὀπτάνομαι
-
3 ὀπτάνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπτάνομαι
-
4 ὀπτάνομαι
ὀπτάνομαι (a new present modeled after αἰσθάνομαι [s. ὄπωπα in DELG and Frisk, cp. B-D-F §101 p. 54 under ὁρᾶν; Mlt-H. 214; 382]. This form is found UPZ 62, 32 [161/160 B.C.]; PTebt 24, 5 [117 B.C.]; PGM 4, 3033; Herm Wr. 3, 2; 3 Km 8:8; Tob 12:19 BA.—SPsaltes, Gramm. der Byz. Chroniken 1913, 242; Schwyzer I 700) be visible to, appear τινί to someone (B-D-F §191, 1; 313; Rob. 820) of the risen Christ Ac 1:3.—HCadbury, JBL 44, 1925, 218f.—DELG s.v. ὄπωπα. M-M. TW. -
5 ὀπτάνομαι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπτάνομαι
-
6 ὀπτάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπτάζομαι
-
7 ὀπτάζομαι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπτάζομαι
-
8 ὀπτός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀπτός
См. также в других словарях:
οπτάνομαι — ὀπτάνομαι (ΑΜ) γίνομαι ορατός, οπτάζομαι* αρχ. παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι μπρος στα μάτια κάποιου («παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... δι ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῑς», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (Ι) «ορατός», πιθ. κατά το αἰσθ… … Dictionary of Greek
ὀπτάνομαι — ὀπτάζομαι to be seen pres ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποπτάνομαι — ἐποπτάνομαι (AM) φαίνομαι, εμφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτάνομαι «εμφανίζομαι» (< οπ τός) από τη ρ. οπ (πρβλ. όπωπα «βλέπω»] … Dictionary of Greek
προοπτάνω — Μ προορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ὀπτάνομαι «είμαι ορατός»] … Dictionary of Greek