-
1 ὀπίστατος
ὀπίστατος, (ὄπισϑε), der Hinterste, Letzte, Il. 8, 342. 11, 178; Hesych. hat auch die Form ὀπισϑότατος.
См. также в других словарях:
οπισθότατος — ὀπισθότατος, άτη, ον (Α) [όπισθεν] (κατά τονσ Ηύχ.) «ὀπίστατος» * … Dictionary of Greek
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek