Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀπισϑοφύλαξ

См. также в других словарях:

  • οπισθοφύλαξ — ὀπισθοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. οπισθοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • ὀπισθοφύλαξ — one who guards the rear masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοφυλάκων — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοφύλακας — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοφύλακες — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοφύλαξι — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθοφύλαξιν — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφυλακία — ὀπισθοφυλακία, ἡ (Α) [οπισθοφύλαξ] η διοίκηση τών οπισθοφυλάκων, τής οπισθοφυλακής …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»