-
1 οπισθοφύλαξ
-
2 ὀπισθοφύλαξ
-
3 οπισθοφυλαξ
-
4 ὀπισθοφύλαξ
A one who guards the rear: οἱ ὀ. the rearguard, ib.4.1.6, Ph.2.121, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπισθοφύλαξ
-
5 ὀπισθοφύλαξ
ὀπισθο-φύλαξ, ακος, ὁ, der Wächter hinten, bes. beim Heere, zur Nachhut, zum Nachtrab gehörig -
6 ὀπισθο-φυλακέω
ὀπισθο-φυλακέω, ein ὀπισϑοφύλαξ sein, die Nachhut haben, Xen. An. 3. 3, 8, von Soldaten, wie vom Heerführer, 2, 3, 10; Hdn. 8, 1, 4.
-
7 οπισθοφυλάκων
-
8 ὀπισθοφυλάκων
-
9 οπισθοφύλακας
-
10 ὀπισθοφύλακας
-
11 οπισθοφύλακες
-
12 ὀπισθοφύλακες
-
13 οπισθοφύλαξι
-
14 ὀπισθοφύλαξι
-
15 οπισθοφύλαξιν
-
16 ὀπισθοφύλαξιν
-
17 ὀπισθοφυλακέω
ὀπισθο-φυλακέω, ein ὀπισϑοφύλαξ sein, die Nachhut haben; von Soldaten, wie vom Heerführer
См. также в других словарях:
οπισθοφύλαξ — ὀπισθοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. οπισθοφύλακας … Dictionary of Greek
ὀπισθοφύλαξ — one who guards the rear masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοφυλάκων — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοφύλακας — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοφύλακες — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοφύλαξι — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοφύλαξιν — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
οπισθοφυλακία — ὀπισθοφυλακία, ἡ (Α) [οπισθοφύλαξ] η διοίκηση τών οπισθοφυλάκων, τής οπισθοφυλακής … Dictionary of Greek
οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή … Dictionary of Greek
οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα … Dictionary of Greek