-
1 ὀπισθό-βολος
ὀπισθό-βολος, zurück, rückwärts geworfen, Nonn. Dion. 41, 25 u. öfter, ὄμμα 43, 382.
-
2 ὀπισθόβολος
ὀπισθό-βολος, zurück, rückwärts geworfen
См. также в других словарях:
ορθόβολος — ὀρθόβολος, ον (Α) αυτός που έχει ριφθεί ορθώς, που φέρεται ευθέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. οπισθό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek