-
1 οπισθοφυλαξ
См. также в других словарях:
θαλασσοφυλακώ — θαλασσοφυλακῶ, έω (Μ) περιφρουρώ ορισμένη θαλάσσια περιοχή («τριήρεις θαλασσοφυλακοῦσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + φυλακώ (< φύλαξ), πρβλ. oδo φυλακώ, οπισθο φυλακώ ή < αμάρτυρο *θαλασσο φύλαξ] … Dictionary of Greek