-
1 οπισθουρητικος
См. также в других словарях:
οπισθουρητικός — ή, ό (Α ὀπισθουρητικός, ή, όν) νεοελλ. ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων αρχ. αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ὀπισθουρητικά — ὀπισθουρητικός retromingent neut nom/voc/acc pl ὀπισθουρητικά̱ , ὀπισθουρητικός retromingent fem nom/voc/acc dual ὀπισθουρητικά̱ , ὀπισθουρητικός retromingent fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθουρητικῶν — ὀπισθουρητικός retromingent fem gen pl ὀπισθουρητικός retromingent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθουρητικόν — ὀπισθουρητικός retromingent masc acc sg ὀπισθουρητικός retromingent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθουρητικοῖς — ὀπισθουρητικός retromingent masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθουρητική — ὀπισθουρητικός retromingent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek