-
1 ὀπισθονόμος
A grazing backwards, of certain cattle with large horns slanting forwards, Hdt.4.183, cf.Arist.PA 659a10,Ael.NA16.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπισθονόμος
-
2 οπισθονόμοι
-
3 ὀπισθονόμοι
-
4 οπισθονόμοις
-
5 ὀπισθονόμοις
-
6 οπισθονόμων
-
7 ὀπισθονόμων
-
8 πρόνομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόνομος
См. также в других словарях:
οπισθονόμος — ὀπισθονόμος, ον (Α) (για ένα είδος βοδιών τής Λιβύης τα οποία ήταν αναγκασμένα να βόσκουν υποχωρώντας λόγω τής προς τα εμπρός κλίσης τών κεράτων τους) αυτός που βόσκει βαδίζοντας προς τα πίσω («τοῑς ὀπισθονόμοις βουσί καὶ γὰρ ἐκείνους νέμεσθαί… … Dictionary of Greek
ὀπισθονόμοι — ὀπισθονόμος grazing backwards masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθονόμοις — ὀπισθονόμος grazing backwards masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθονόμων — ὀπισθονόμος grazing backwards masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek