Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀπιπευτήρ

См. также в других словарях:

  • οπιπευτήρ — ὀπιπευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.) 2. παρθενοπίπης* («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + …   Dictionary of Greek

  • ὀπιπευτῆρα — ὀπιπευτήρ starer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρας — ὀπιπευτήρ starer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρες — ὀπιπευτήρ starer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρι — ὀπιπευτήρ starer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπιπευτῆρος — ὀπιπευτήρ starer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»