-
1 οπιζόμενος
ὀπίζομαιregard with awe and dread: pres part mp masc nom sgὀπίζωextract juice from: pres part mp masc nom sg -
2 ὀπιζόμενος
ὀπίζομαιregard with awe and dread: pres part mp masc nom sgὀπίζωextract juice from: pres part mp masc nom sg -
3 οπιζομαι
I[ὄπις]1) взирать со страхом, т.е. бояться, страшиться(Διὸς μῆνιν Hom.)
2) уважать, чтить(μητρὸς ἐφετμήν Hom.)
ὀπιζόμενος Pind. — исполненный почтения, почтительныйIIpass. к ὀπίζω См. οπιζω
См. также в других словарях:
ὀπιζόμενος — ὀπίζομαι regard with awe and dread pres part mp masc nom sg ὀπίζω extract juice from pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… … Dictionary of Greek