Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀπιζόμενος

См. также в других словарях:

  • ὀπιζόμενος — ὀπίζομαι regard with awe and dread pres part mp masc nom sg ὀπίζω extract juice from pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»