Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀξῠ-κέφᾰλος

См. также в других словарях:

  • ορθοκέφαλος — η, ο (Α ὀρθοκέφαλος, ον) νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους τής κεφαλής ή τού κρανίου αρχ. αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυ… …   Dictionary of Greek

  • οξυκέφαλος — η, ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, ον) αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κεφαλή (πρβλ. πλατυ κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»