-
1 ὀξυκέφαλος
ὀξῠ-κέφᾰλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυκέφαλος
См. также в других словарях:
ορθοκέφαλος — η, ο (Α ὀρθοκέφαλος, ον) νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους τής κεφαλής ή τού κρανίου αρχ. αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυ… … Dictionary of Greek
οξυκέφαλος — η, ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, ον) αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κεφαλή (πρβλ. πλατυ κέφαλος)] … Dictionary of Greek