-
1 ὀξύφωνος
ὀξῠ-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύφωνος
-
2 στρηνής
Grammatical information: adj.Meaning: `raw, hard, shrill', esp. of sounds (A. R., AP).Other forms: attested only - ές as adv.; also στρηνός `id.' (Nicostr. Com.); στρηνό-φωνος (Call. Com.).Compounds: στρηνό-φωνος (Call. Com.).Derivatives: στρην-ύζω `to trumpet', of an elephant (Juba 37; cod. στρυν-), after ὀλολ-ύζω a.o. (or old, with the σ-stem interchanging υ as in Lat. strēnuus [s. bel.]?). Besides στρῆνος n. `recklessness, outrageousness, wantonness' (LXX, Apoc., AP), m. `outrageous, strong desire' (Lyc.) with στρην-ιάω `to revel, to live unrestrained' (middl. com., Apoc., pap. IIIp a.o.; after the verbs of disease in - ιάω, Schwyzer 732). From H.: στρηνύεται στρηνιᾳ̃; ἀστρηνές δύσθετον, σκαιόν, ὀξύ.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: Semantically stand στρηνής, - ές and στρῆνος, both poetic-popular and almost only postclass. attested, rather far from each other. Orig. meaning approx. `powerful, power', from where `severe, hard' (after ἀπηνής, σαφής a.o.), resp. `exuberant power, recklessness'? -- Phonetically agrees with this Lat. strēnuus `powerful, unruly, active' and also semantically it can be connected with στρηνής, στρῆνος. Further connection with στερεός (s. v.) a. cogn. is possible; s. also W.-Hofmann s. strēnuus w. lit., where with Fick a.o. also Welsh trin `struggle, labour' is adduced.Page in Frisk: 2,809-810Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρηνής
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
ιμερόφωνος — ἱμερόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύ φωνος, πολύ φωνος] … Dictionary of Greek
καλλίφωνος — η, ο (AM καλλίφωνος, ον) αυτός που έχει καλή, γλυκιά φωνή («καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγαγομένους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, οξύ φωνος] … Dictionary of Greek
κλαγγόφωνος — κλαγγόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, οξύ φωνος] … Dictionary of Greek
οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… … Dictionary of Greek
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek