-
1 ὀξύ-τονος
-
2 προ-παρ-οξύ-τονος
προ-παρ-οξύ-τονος, auf der antepenultima mit dem Acutus bezeichnet, Gramm. u. Schol., bes. im adv.
-
3 παρ-οξύ-τονος
παρ-οξύ-τονος, mit dem scharfen Accent, ὀξεῖα, auf der vorletzten Sylbe bezeichnet, so gesprochen, geschrieben, Gramm.; auch adv., παροξυτόνως ἀνέγνωσται χερνίβα, Ath. IX, 409 a.
-
4 φιλ-οξύ-τονος
φιλ-οξύ-τονος, gewöhnlich den Acutus auf der letzten Sylbe habend, Eust.
-
5 τόνος
A that by which a thing is stretched, or that which can itself be stretched, cord, brace, band, οἱ τ. τῶν κλινέων the cords of beds or chairs, Hdt.9.118, cf. Ar.Eq. 532 (anap.), Philippid.12, Michel 832.48 (Samos, iv B.C.); sg., bedcords, Ar.Lys. 923;ὠμολίνου μακροὶ τόνοι A.Fr. 206
; ἐκ τριῶν τ. of three plies or strands, of ropes, X.Cyn.10.2.2 in animals, τόνοι are sinews or tendons, Hp.Art.11 ( = nerves acc. to Gal.18(1).380):—of pneumogastric nerves, Ruf.Onom. 158.3 in machines, twisted skeins of gut in torsion-engines, Ph.Bel.65.34, al., Hero Bel.83.4, Plu.Marc. 15.c in dockyard equipment,ὑποζωμάτων τέτταρας τόνους ἐγ νεωρίων IG22.1673.12
; τ. αἰχμάλωτοι ib.1610.23; τ. αἰχμάλωτος ἀδόκιμος ib.1613.282.II stretching, tightening, straining, strain, tension,ὁ τ. τῶν ὅπλων Hdt. 7.36
; power of contracting muscles, Sor.1.112;τ. καὶ ῥώμη Id.2.48
; τὸν τῆς ὁλκῆς τ. ὑπεκλῦσαι diminish the strength of the pull, ib. 61.2 of sounds, raising of the voice, Aeschin.3.209,210, D.18.280, Phld.Lib.p.19 O., etc.: hence,a pitch of the voice, Pl.R. 617b, Arist.Phgn. 807a17, etc.; including volume,τόνοι φωνῆς· ὀξύ, βαρύ, μικρόν, μέγα X.Cyn.6.20
; κλαυθμυρίσαι μετὰ τόνου τοῦ προσήκοντος, of a new-born baby, Sor.1.79;τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Arist.Rh. 1413b31
;ἐν τ. ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι Id.Aud. 804a26
; τὴν φωνὴν καὶ τὸν τ. ἐξάραντα Hieronym. ap. D.H.Isoc.13 (cf. Phld.Rh.1.198 S.);σῴζειν τὸν τ. Longin.9.13
: pl., Phld.Rh.1.196S.; of a musical instrument, Plu.2.827b, etc.; diatonic scale, APl.4.220 (Antip.): metaph. of colour, 'values', Plin.HN35.29.b pitch or accent of a word or syllable, Arist.Rh. 1403b29, D.T.629.27, A.D.Pron.8.8, al., Gal.16.495 (the meaning of the Adv. τόνῳ mentioned by A.D. Adv.167.2 is not given by him ( = λίαν, Hsch.); τόνῳ, = μετὰ προθυμίας ἰσχυρᾶς, was read by Gal. (16.585) in Hp.Prorrh.1.36 ( ξὺν τόνῳ or ξὺν πόνῳ codd.Hp.)).d in Musical writers, key, Aristox.Harm.2p.37M., Plu.2.1134a, 1135a, etc.3 mental or physical exertion, τ. ἀμφ' ἀρετῆς, i.e. in praising it, Xenoph.1.20; bodily energy,ἰσχὺς καὶ τ. Luc.Anach.25
, cf. 27; συστρέψαι τὸν τ. (by massage) Gal.6.91: generally, force, intensity, Plu.Demetr.21, 2.563f, etc.;τ. ὀργῆς Id.Brut.34
;τ. πνεύματος Luc.Dem.Enc.7
; ὁ τ. τῆς φαρμακείης its efficiency, Hp.Ep.16; τ. δυνάμεων, title of a work by Heras, Gal.13.416;τ. σοφιστικός Eun.VSp.497B.
4 in Stoic Philos., 'tension', force, in Nature and Man,πληγὴ πυρὸς ὁ τόνος ἐστί, κἂν ἱκανὸς ἐν τῇ ψυχῇ γένηται πρὸς τὸ ἐπιτελεῖν τὰ ἐπιβάλλοντα, ἰσχὺς καλεῖται καὶ κράτος Cleanth.Stoic.1.128
;ὁ ζωτικὸς τ. Stoic.2.235
, Gal.6.321;αἰσθητικὸς τ. Stoic.2.215
; συνεκτικὸς τ. the tension which holds the universe together, ib.134.III metaph., tenor of one's way, course,εὐθὺν τ. τρέχειν Pi.O.10(11).64
;ἕνα τόνον ἔχειν Plu.Dem.13
. -
6 ὁμό-τονος
ὁμό-τονος, gleichgespannt; δύο δὲ ϑῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5.
-
7 ὀξύτονος
ὀξῠ-τονος, ον,A sharp-sounding, piercing. of sound,ὀ. γόοι S.El. 243
(lyr.) ;ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.Aj. 631
(lyr.) ;ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.Ph. 1093
(lyr.).II sung to a high note, D.H.Comp.11 ; having the acute accent, Hermog.Id.1.12, A.D.Pron. 33.24, al. Adv. - νως ib.29.2, S.E.M.1.222, Eust.41.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύτονος
-
8 ὀξύτονος
-
9 οξυτονος
21) пронзительный, громкий(γόοι, ὠδαί Soph.)
2) издающий пронзительный свист, воющий(πνεῦμα Soph.)
3) грам. имеющий ударение на последнем слоге -
10 παροξύτονος
παρ-οξύ-τονος, mit dem scharfen Accent, ὀξεῖα, auf der vorletzten Silbe bezeichnet, so gesprochen, geschrieben -
11 προπαροξύτονος
προ-παρ-οξύ-τονος, auf der antepenultima mit dem Acutus bezeichnet, Gramm. -
12 φιλοξύτονος
-
13 ομοτονος
2звучащий ровно, т.е. среднего напряженияβαρὺ καὴ ὀξὺ καὴ ὁμότονον Plat. — (звучание) низкое, высокое и среднее
-
14 ὁμότονος
ὁμό-τονος, ον,A having the same tension, with equal force, of fevers, Gal.10.615 ; having equal muscular power in every muscle, Philostr.Gym.36. Adv. -νως, of the pulse, Gal.9.84 ; of traction, Id.13.685.2 having the same pitch, in Music, Nicom.Harm.11.5 ; τὰ λεγόμενα ὁ. (sc. σημεῖα) Gaud.Harm.21 : neut. sg. ὁ., τό, between βαρύ and ὀξύ, Pl.Phlb. 17c.3 metaph., equable,τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας M.Ant.1.14
, cf. Longin.36.4.4 Adv. - νως uniformly,φερομένου τοῦ ἡλίου Arist.Pr. 911a14
.II having the same accent, A.D.Pron.75.16, al., D.H.Comp.11. Adv. -νως, τινι St.Byz.s.v. Παραισός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότονος
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύτονος — η, ο (ΑΜ ὀξύτονος, ον) 1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.) 2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο 2. το ουδ. ως ουσ. τό ὀξύτονον (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.… … Dictionary of Greek
ισότονος — η, ο (Α ἰσότονος, ον) αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, δηλ. την ίδια ένταση με κάποιον άλλο νεοελλ. 1. όρος τής χημείας που χαρακτηρίζει διαλύματα τα οποία παρουσιάζουν την ίδια ωσμωτική πίεση 2. φυσ. (για ατομικούς πυρήνες ή νουκλίδια) αυτός που… … Dictionary of Greek
ημίτονος — η, ο (Μ ἡμίτονος, ον) 1. (για συλλαβές) 1. αυτή που έχει μισό τόνο, που τονίζεται ελαφρά, δηλαδή δεν έχει τον κύριο τόνο τής λέξης, αλλά δεν είναι και εντελώς άτονη 2. μουσ. αυτός που αποτελείται από ημιτόνια 3. το ουδ. ως ουσ. το ημίτονο μαθ. η… … Dictionary of Greek
ιθύτονος — ἰθύτονος, ον (Α) ιθυτενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ τονος, οξύ τονος] … Dictionary of Greek
μακρότονος — (I) μακρότονος, ον (Α) 1. πολύ τεντωμένος 2. αυτός που έχει μακρύ τόνο, δηλαδή μακρύ σχοινί, σε μια πολεμική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + τόνος (< τείνω), πρβλ. βαρύ τονος]. (II) η, ο αυτός που τονίζεται με μακρό τόνο. επίρρ... μακροτόνως … Dictionary of Greek
ορθότονος — η, ο (Α ὀρθότονος, ον) (για λέξη) 1. αυτός που διατηρεί τον ορθό τόνο 2. αυτός που δεν υπόκειται σε έγκλιση τόνου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ορθότονος ταυτόχρονη σύσπαση τών εκτεινόντων και τών καμπτήρων μυών με ευθειασμό τού σώματος κατά τη… … Dictionary of Greek
ομότονος — η, ο (Α ὁμότονος, ον) 1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη 2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο 3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό νεοελλ. (για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
οξύβαρις — ὀξύβαρις και ὀξυβαρεῑα, ἡ (Α) ο τόνος περισπωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βαρύς] … Dictionary of Greek