Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀξύ-ρρυγχος

См. также в других словарях:

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξύρρυγχος — Ψάρι γνωστό με την κοινή ονομασία μουρούνα. Βλ. λ. ακιπενδερίδες. * * * η, ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, ον) 1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος 2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός 3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»