-
21 οξύφωνον
-
22 ὀξύφωνον
-
23 νῶροψ
νῶροψ, οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, λαμπρός (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie ὀξύφωνος, ἔνηχος, von ὄψ, weniger wahrscheinlich.
-
24 тенор
муз. ο οξύφωνος, ο τενόρος (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тенор
-
25 тенор
тенорм ὁ τενόρος, ὁ ὀξύφωνος. -
26 οξυφωνοτέρου
-
27 ὀξυφωνοτέρου
-
28 οξυφωνοτέρους
-
29 ὀξυφωνοτέρους
-
30 οξυφωνότατοι
-
31 ὀξυφωνότατοι
-
32 οξυφωνότατος
-
33 ὀξυφωνότατος
-
34 οξυφωνότερα
-
35 ὀξυφωνότερα
-
36 οξυφωνότεραι
-
37 ὀξυφωνότεραι
-
38 οξυφωνότεροι
-
39 ὀξυφωνότεροι
-
40 οξυφώνοις
См. также в других словарях:
ὀξύφωνος — shrillvoiced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… … Dictionary of Greek
οξύφωνος — η, ο 1. αυτός που έχει οξεία φωνή. 2. ως ουσ., οξύφωνος, ο αοιδός που έχει την οξύτερη αντρική φωνή, τενόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξυφωνότερον — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial comp ὀξύφωνος shrillvoiced masc acc comp sg ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνοτέρων — ὀξύφωνος shrillvoiced fem gen comp pl ὀξύφωνος shrillvoiced masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνότατα — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial superl ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφώνως — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial ὀξύφωνος shrillvoiced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύφωνον — ὀξύφωνος shrillvoiced masc/fem acc sg ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνοτέρου — ὀξύφωνος shrillvoiced masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνοτέρους — ὀξύφωνος shrillvoiced masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνότατοι — ὀξύφωνος shrillvoiced masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)