-
1 οξυφωνος
-
2 οξύφωνος
η, ο [ος, ον ] 1. обладающий звонким, пронзительным голосом;2. (ο) тенор -
3 οξύφωνος
[оксифонос] εκ. имеющий раздражительный голосΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οξύφωνος
-
4 οξύφωνος
[оксифонос] ουσ. а. тенор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οξύφωνος
-
5 οξύφωνος
[оксифонос] επ имеющий раздражительный голос. -
6 οξύφωνος
[оксифонос] ουσ α тенор.
См. также в других словарях:
ὀξύφωνος — shrillvoiced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… … Dictionary of Greek
οξύφωνος — η, ο 1. αυτός που έχει οξεία φωνή. 2. ως ουσ., οξύφωνος, ο αοιδός που έχει την οξύτερη αντρική φωνή, τενόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξυφωνότερον — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial comp ὀξύφωνος shrillvoiced masc acc comp sg ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνοτέρων — ὀξύφωνος shrillvoiced fem gen comp pl ὀξύφωνος shrillvoiced masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνότατα — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial superl ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφώνως — ὀξύφωνος shrillvoiced adverbial ὀξύφωνος shrillvoiced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύφωνον — ὀξύφωνος shrillvoiced masc/fem acc sg ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνοτέρου — ὀξύφωνος shrillvoiced masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνοτέρους — ὀξύφωνος shrillvoiced masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνότατοι — ὀξύφωνος shrillvoiced masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)