Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀξύτερος

См. также в других словарях:

  • ὀξύτερος — ὀξύς 2 sharp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BADIUS — equi nomen in Circensibus; a colore, qui in equis commendatur. Dictus autem hic est quasi Βἃδιος, a βαὶς, quae ramulum palmae significat, unde et spadix color, et spadix equus. Philargyrus, Spadix et Phoenicius est, quales sunt fructus palmarum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PUELLATORIAE Tibiae — apud Solin. c. 5. Thermitanis locis Insula est arundinum ferax, quae accommodatismae sunt in omnem sonum tibiarum: seu praecentorias facias seu vascas seu puellatorias, quibus a sone clariore vocamen datur: sive gingrinas etc. inSchedis Palatinis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPADIX — inter equorum colores, Virgilio Georgic. l. 3. v. 82. honesti Spadices glaucique Ad quem locum Servius, Spadices, inquit, phoeniciatos vocant, id est, professos myrteos, ipsi sunt badii. Nempe ςπάδιξ, ut habet Pollux, est ῤάβδος φοίνικος, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νταούλι — Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που …   Dictionary of Greek

  • οξύπυκνος — ὀξύπυκνος, ον (Α) φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος τού πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων …   Dictionary of Greek

  • συντονολυδιστί — Α φρ. «συντονολυδιστὶ ἀρμονία» μουσικός τρόπος ή ήχος κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου, αλλ. υπερλύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «σύμφωνος» + λύδιος (< Λυδία) + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. μιξο λυδ ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

  • υπερλύδιος — ον, Α μουσ. (για μουσικό τρόπο) αυτός που είναι κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου τρόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + λύδιος] …   Dictionary of Greek

  • Γουό, Έβελιν — (Evelyn Waugh, Λονδίνο 1903 – Τάουντον, Σόμερσετ 1966). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου ειδικεύτηκε στη σύγχρονη ιστορία. Το 1927 έγραψε τη βιογραφία του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, την οποία ακολούθησε, το 1928, το έργο Παρακμή και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»