-
1 οξύπικρον
-
2 ὀξύπικρον
См. также в других словарях:
ὀξύπικρον — ὀξύπικρος keen masc/fem acc sg ὀξύπικρος keen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυπευκής — ὀξυπευκής, ές (Α) 1. (για ξίφος) αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός («ξίφος ὀξυπευκές», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυπευκές ὀξύπικρον» αυτός που έχει πικρή, δριμεία οξύτητα, ξινόπικρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε… … Dictionary of Greek