-
1 οξύθυμος
-
2 ὀξύθυμος
-
3 οξυθυμος
21) быстро раздражающийся, вспыльчивый(γυνή Eur.)
2) гневный, суровый, строгий(βουλευτήριον Aesch.; πατήρ Plut.)
-
4 οξύθυμος
η, ο [ος, ον ] вспыльчивый; раздражительный; горячий -
5 οξύθυμος
[окситимос] εκ. раздражительный, вспыльчивый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οξύθυμος
-
6 ὀξύθυμος
-ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Prv 14,17quick-tempered, choleric, passionate -
7 οξύθυμος
[окситимос] επ раздражительный, вспыльчивый. -
8 ὀξύθυμος
ὀξύ-θῡμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύθυμος
-
9 ὀξύθῡμος
ὀξύ-θῡμος, schnell zum Zorn, jähzornig -
10 οξύθυμος
atrabilaire -
11 οξύθυμος
mrzutý -
12 οξύθυμος
irritableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οξύθυμος
-
13 atrabilaire
οξύθυμος -
14 darılgan
οξύθυμος, παρεξηνιαρης -
15 вспыльчивый
-
16 οξύθυμον
ὀξύθυμονa kind of thyme: neut nom /voc /acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: masc /fem acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: neut nom /voc /acc sg -
17 ὀξύθυμον
ὀξύθυμονa kind of thyme: neut nom /voc /acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: masc /fem acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: neut nom /voc /acc sg -
18 τουξύθυμον
ὀξύθυμον, ὀξύθυμονa kind of thyme: neut nom /voc /acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: masc /fem acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: neut nom /voc /acc sg -
19 τοὐξύθυμον
ὀξύθυμον, ὀξύθυμονa kind of thyme: neut nom /voc /acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: masc /fem acc sgὀξύθῡμον, ὀξύθυμοςquick to anger: neut nom /voc /acc sg -
20 κάρδαμον
κάρδαμον, τό, eine Art Kresse mit bitterem Kraut, deren Saamen wie Senf gegessen wurde, gew. im plur.; Ar. Th. 617; κάρδαμ' ἐσκευασμένα Eubul. bei Ath. VIII, 347 d; bes. von den Persern gegessen, Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. A.; vgl. Schol. Ar. Nub. 235; – κάρδαμα βλέπειν, neben ὀξύϑυμος u. δίκαιος, nach Kresse aussehen, ein saures, barsches Gesicht machen, Ar. Vesp. 455.
См. также в других словарях:
οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… … Dictionary of Greek
ὀξύθυμος — ὀξύθῡμος , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύθυμος — η, ο αυτός που θυμώνει εύκολα, ευερέθιστος, νευρικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός … Dictionary of Greek
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
οξυθυμίας — ὀξυθυμίας, ὁ (Α) ευερέθιστος, οξύθυμος, ευέξαπτος, αψίθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμος + κατάλ. ίας] … Dictionary of Greek
οξυθυμώ — ὀξυθυμῶ, έω (Α) [οξύθυμος] 1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα 2. παθ. ὀξυθυμοῡμαι, έομαι κυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι … Dictionary of Greek
Ιβάν — Όνομα έξι Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. Α’ (περ. 1304 – 1341). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1328 40) και δούκας του Βλαδιμίρ (1331 40). Ήταν γνωστός επίσης και ως Καλιτά (σακούλι με λεφτά). Γιος του δούκα Δανίλου, διαδέχθηκε τον αδελφό του Γεώργιο. Με την… … Dictionary of Greek
τοὐξύθυμον — ὀξύθυμον , ὀξύθυμον a kind of thyme neut nom/voc/acc sg ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem acc sg ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος quick to anger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύθυμον — a kind of thyme neut nom/voc/acc sg ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem acc sg ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος quick to anger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наглодоушьныи — (1*) пр. Быстро раздражающийся, вспыльчивый; по(д)баеть еп(с)пу ...чисту быти тѣломь... кротку долготерпеливу. а не наглодш҃ьну. или сварливу. (ὀξύϑυμος) КР 1284, 349в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)