-
1 ὀξυ-τόρος
-
2 ὀξυτόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυτόρος
-
3 ὀξυτόρος
ὀξυ-τόρος, spitz, leicht durchbohrend, durchdringend -
4 οξυτορος
См. также в других словарях:
οξυτόρος — ὀξυτόρος, ον (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός 2. οξύληκτος («ὀξυτόρος ἧλος», Νόνν.) 3. αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα ή αιχμηρά αγκάθια («πίτυς ὀξυτόρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τορός «διαπεραστικός»] … Dictionary of Greek