-
1 ὀξυ-πευκής
ὀξυ-πευκής, ές, scharfbitter, ξίφος, mit bitterer Schärfe, Aesch. Ch. 631.
-
2 ὀξυπευκής
ὀξῠ-πευκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυπευκής
-
3 ὀξυπευκής
ὀξυ-πευκής, ές, scharfbitter, ξίφος, mit bitterer Schärfe -
4 οξυπευκης
См. также в других словарях:
οξυπευκής — ὀξυπευκής, ές (Α) 1. (για ξίφος) αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός («ξίφος ὀξυπευκές», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυπευκές ὀξύπικρον» αυτός που έχει πικρή, δριμεία οξύτητα, ξινόπικρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε… … Dictionary of Greek