-
1 ὀξυ-πετής
ὀξυ-πετής, ές, scharf, schnell fliegend, poet. bei Schol. Od. 3, 372.
-
2 ὀξυπετής
ὀξῠ-πετής, ές,A flying speedily, Sch.Od.3.372.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυπετής
-
3 ὀξυπετής
ὀξυ-πετής, ές, scharf, schnell fliegend
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
ισοπετής — ἰσοπετής, ές (Α) αυτός που πετά με την ίδια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πετής (< πετάννυμι), πρβλ. οξυ πετής, ταχυ πετής] … Dictionary of Greek
οξυπετής — ὀξυπετής, ές (ΑΜ) αυτός που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] … Dictionary of Greek